πολύκωλος

πολύκωλος
-ον, Α
(για ποιητ. μέτρα και συντ. περιόδους) αυτός που αποτελείται από πολλά κώλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + κῶλον «τμήμα περιόδου ή στίχου» (πρβλ. ισό-κωλος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύκωλοι — πολύκωλος of many clauses masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”